αναγνωρισμός

αναγνωρισμός
ο (Α ἀναγνωρισμός) [ἀναγνωρίζω]
η αναγνώριση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναγνωρισμός — ἀναγνώρισις recognition masc nom sg ἀναγνωρισμός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγνωρισμός — ο η αναγνώριση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγνωρίζω — (Α ἀναγνωρίζω) γνωρίζω εκ νέου κάποιον ή κάτι που μού ήταν γνωστό προηγουμένως, ξαναφέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι νεοελλ. 1. δέχομαι κάτι ως πραγματικό, ομολογώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, εκτιμώ 2. θεωρώ κάτι έγκυρο 3. (μτχ. παθ. πρκμ.)… …   Dictionary of Greek

  • ἀναγνωρισμοῦ — ἀναγνώρισις recognition masc gen sg ἀναγνωρισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγνωρισμούς — ἀναγνώρισις recognition masc acc pl ἀναγνωρισμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγνωρισμῷ — ἀναγνώρισις recognition masc dat sg ἀναγνωρισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγνωρισμόν — ἀναγνώρισις recognition masc acc sg ἀναγνωρισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”